- πεζολόγος
- ο1) см. πεζογράφος; 2) ирон. борзописец (о плохом писателе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεζολόγος — prosewriter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζολόγος — ο, ΝΜΑ αυτός που γράφει ή μιλά σε πεζό και όχι έμμετρο λόγο νεοελλ. αυτός που γράφει ή μιλά χωρίς ποιητικότητα, καλαισθησία ή πρωτοτυπία, μονότονος και φτωχός στο ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + λόγος*] … Dictionary of Greek
πεζολόγος — ο 1. αυτός που γράφει ή μιλάει σε πεζό λόγο. 2. ακαλαίσθητος, κοινοτοπικός λόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεζολόγοι — πεζολόγος prosewriter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζολόγοις — πεζολόγος prosewriter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζολόγους — πεζολόγος prosewriter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζολόγων — πεζολόγος prosewriter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
πεζολέκτης — ὁ, Μ αυτός που μιλά ή γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + λέκτης (< λέγω), πρβλ. σκληρο λέκτης] … Dictionary of Greek
πεζολογία — η, ΝΜΑ [πεζολόγος] γραφή ή ομιλία σε πεζό λόγο νεοελλ. λόγος στερούμενος ποιητικότητας, καλαισθησίας, πρωτοτυπίας … Dictionary of Greek
πεζολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζολόγο ή στην πεζολογία. επίρρ... πεζολογικῶς Μ σε πεζό λόγο και όχι σε ποιητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Στ. Βάλβη] … Dictionary of Greek